.....το φως της θύμησής σου με ξυπνά!

Καθόμουν ήρεμη, στο παλιό σπίτι. Είχε ήλιο, αλλά κρύωνα. Τα χέρια μου πάγωναν, τα χείλη μου, έντονα κόκκινα, κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Καθόμουν και απλά προσπαθούσα να προσδιορίσω αυτά που κοίταζα, αλλά τα μάτια μου δεν βοηθούσαν, γέμιζαν δάκρυα και έκαναν τα πρόσωπα τους, βγαλμένα από ελαιογραφία.

… Για τελευταία φορά, φώναξα, κοιτάξτε με. Μια φωνή, μου, ψιθύρισε, αλλά ξαφνικά με πάγωσε ακόμα πιο πολύ. –δεν σε βλέπουν, δεν σε ακούν!... Η μορφή του κάτι μου θύμιζε, δεν προσπαθούσε καν να με αγγίξει. – δεν υπάρχεις γι αυτούς έτσι! Δεν θέλουν να σε θυμούνται έτσι. Είπε και τον κοίταξα. – ούτε εσύ δεν θες να με δεις; Είπα, δάκρυσα όμως. – εγώ δεν κάνει να σε δω. Σε κοιτάζω αλλά δεν χρειάζεται να το καταλάβεις. Μην δακρύζεις, εγώ κανέναν δεν κοιτάζω. Δεν θα βρεις το βλέμμα τους σε μένα…

Προσπάθησα να χαμογελάσω… τουλάχιστον είναι καλύτερα έτσι, είναι ευτυχισμένοι, αυτό δεν ήθελα πάντα… μουρμούρισα, δεν ξέρω αν με άκουγε! Ήθελα μονάχα να το πω.

Και τότε αυτός γύρισε. Με κοίταξε. Αν και δεν έπρεπε… - πάμε μια βόλτα ψιθύρισε… - που; Ρώτησα… -δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από τα όνειρά… μου απάντησε… ξεκινήσαμε για ένα ταξίδι που στα μάτια μου φάνταζε μακρινό, περπατήσαμε χωρίς να ξέρω το που! Το πώς! Ήλπιζα να μου δοθούν οι απαντήσεις αλλά τι σημασία θα έχουν και αυτές;

Κόσμος πολύς κόσμος, τους έβλεπα, μα δεν με έβλεπαν! Η φωνή του τότε ακούστηκε ξανά… «τα όνειρα σου επιπλέουν στα χρώματά, όπως τα μάτια σου. Η δύναμη σου είναι στα μάτια σου… η σκέψη σου είναι στην καρδιά σου, το μαύρο δεν έχει χώρο να ζήσει, το λευκό υπερτερεί, νικά. Είσαι εδώ! Είσαι εκεί που κανείς δεν θα σε δει. Και να κρυφτείς δεν υπάρχει νόημα, δεν σε βλέπουν … Μην φοβάσαι κανείς δεν θα σε δει, κοιμήσου, εδώ, ονειρέψου και θα σε οδηγήσω εγώ! Που αλλού! Μονάχα στη θάλασσα. Εκεί που το μπλε, το πράσινο και το γαλάζιο χορεύουν όλα μαζί, ένα ακατάπαυστο ταγκό… θα στέκεσαι στην αποβάθρα, τα μαλλιά σου, κόκκινα, θα ανεμίζουν! τα μάτια σου καστανά. Δεν σε τρομάζει ο αέρας, κοιτάζεις τον ορίζοντα με χάρη. Η φωνή σου σε παγιδεύει ακουμπάς το λαιμό σου, βαθειά αναπνέεις, χάνεσαι στα σκοτάδια του απέραντου φωτός. Μην δακρύζεις !» Φώναξε… « δεν πληγώνεσαι! Εδώ είναι όλοι, απλά περιμένουν…» «τι ?» τον διέκοψα!

«να πετάξεις, να χαθείς, να δεχθείς την βοήθειά τους.»

«μακάρι να ήταν αλήθεια αυτά που λες… αλλά κανείς δεν καίγεται σε καζάνια άλλων… δεν θέλω κανέναν άλλο παρά μόνο έμενα…»

«δεν καταλαβαίνεις έτσι!? Θα σου θυμίσω εγώ λοιπόν… ο αιώνιος κανόνας που επιβιώνει πιο πάνω από όλα… να αγαπάς και να αγαπιέσαι … μην μου κάνεις την χαζή, δεν είσαι. Δεν την αντέχεις την μοναξιά, μάταια την προσπαθείς, κοίτα πόσοι σε περιμένουν… ένα χαμόγελο σου θέλουν… Δώσ’ το και ας μείνει πάντα εκεί στη χώρα που έζησες λίγο, στην χώρα του ονειροφύλακα, στην χώρα των θαυμάτων ….

….Ξύπνησα από ύπνο βαθύ, αλλά τι να το κάνεις πάλι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, πάλι μέσα στην ησυχία είχα απλωθεί, μόνο που σήμερα μόνο την όρεξη να σηκωθώ δεν είχα! όχι τουλάχιστον σήμερα! κάντε μια παύση και αφήστε με να διαπιστώσω πως είστε όλοι ακόμα εδώ...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις