Valentine's day



Επηρεασμένη άκρως από το blue Valentine... είπα να θυμηθώ ορισμένα παλιά μου κείμενα...!

Μαύρες τουλίπες. . .


Σε εκείνο το μέρος με στέλνετε να ζήσω; Εκεί που η πεθαμένη λογική σας, συνομιλεί με το παράλογο και γίνεται φίλη με το αδιάβατο; Ποιος είσαι εσύ που θα με κρίνεις; Που θα ορίσεις την κόλαση και τον παράδεισο; Ίσως τελικά, δεν με ξέρεις καλά! Μην πιάνεις θεούς και δαίμονες στο στόμα σου για να με τρομάξεις. Μα μην προσπαθείς να με ρίξεις ενώ με βλέπεις ήδη κάτω.

Μα μου έλεγαν άνθρωποι, από παλιά, ότι οι άνθρωποι είναι ο καθρέφτης που βλέπουμε το είδωλό μας! Μα ποιος θέλει να καθρεπτίζεται στην κακία και την θλίψη των ανθρώπων. Είδες έχω μάθει και από σένα κάτι; Την ειρωνεία, την αλαζονεία, ίσως και την ικανότητα της μετατροπής της ζωής σε κόλαση… Θυμάσαι τον ορισμό της κόλασης, που είχες ξεστομίσει λίγο πριν η μοναξιά μας τελειώσει στην τελευταία πνοή ενός τσιγάρου και στη τελευταία φυλακισμένη σταγόνα μπύρας, από το τσίγκινο κουτάκι. Μην κάνεις το κόπο θυμάμαι εγώ: Κόλαση είναι όταν ο θεός αποστρέφει τα μάτια του από σένα… Τι ειρωνεία θεέ μου! Στο πρόσωπο σου όταν γύρισες και μου είπες, με τα μάτια σου να λάμπουν, και τα χείλη σου να κοκκινίζουν από το συνεχές δάγκωμα και να σκάνε από την γεύση της αλμύρας, « Είναι τόσο κακό που σου μιλάω έτσι; Γιατί δακρύζεις; Η ζωή είναι μια καλό-γυρισμένη πλάκα, φάρσα ενός τρελού σκηνοθέτη, σενάριο ενός τρελού σεναριογράφου. Εγώ είμαι ο νέος Νέρων! Αυτός που θα κάψει τις ζωές όλων, όπως έκανε τότε εκείνος και έκαψε την Ρώμη, για να φτάσει στον απόλυτο ίστρο!

Βλέπω την φλόγα να καίει τα όνειρα σου… Δεν σε προφυλάσσει η ονειροπαγίδα στο λαιμό σου κρεμασμένη! Ωχ δάκρυ ήταν αυτό. Σε έκανα να κλάψεις; Να νιώσεις μόνη, άδεια; Παράξενη; Άηχος ήχος ξεκούρδιστων μουσικών οργάνων είναι η αναπνοή σου, άρρυθμες ρίμες αφημένων λέξεων, ψυχές τα βήματα σου, ναι! φύγε μακριά μου, μπας και σώσεις έστω τη θωριά σου από την φωτιά μου.» Το γέλιο σου ακόμα με φοβίζει, αλλά τώρα ήρθε η στιγμή να σε σβήσω, να συνεχίσω, να προχωρήσω και να σε νικήσω, τελικά εσύ είσαι αυτός που κάηκε στις φλόγες σου! Τροφή στους δαίμονες σου και αγιασμός κάθαρσης στο παράδεισό μου… Κάθαρση ναι! Ω! ναι κάθαρση ίσως να μεταφράζεται αυτό που νιώθω με εκείνο το στίχο από ένα ποίημα του Πατρίκιου, που σου είχε κολλήσει, μέρες πριν, μήνες καθώς και χρόνια θα έλεγα: « όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα, ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο, ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο…» Καλή τύχη στο δρόμο που διάλεξες, αλλά σε αυτό το δρόμο δεν θα σε ακολουθήσω…. Η ψηλή κοπέλα με τα καστανά μακριά μαλλιά απομακρύνεται με αργές κινήσεις από το χώρο, αφήνοντας την μυρωδιά του γλυκού αρώματος της και την παρουσία της έντονη. Οι πρώτες νότες ενός παλιού γνωστού τραγουδιού που ακούγεται από το κινητό της, σε συνδυασμό με την ξαφνική βροχή, τοποθετεί την κοπέλα στάσιμη μπροστά από τον μελαχρινό νεαρό με την μηχανή, που την περίμενε… Ο νεαρός την πλησιάζει, η κοπέλα κοιτά γύρω της! «έγινε κάτι ?» τη ρωτά « όχι νόμιζα ότι άκουσα το όνομά μου και ύστερα γέλιο, ξεχασμένο! Άστο κάποιος θα χει κέφια! Πάμε ? γιατί ο καιρός άλλαξε απότομα…» Και προχωρά γρήγορα, χάνεται μαζί του, κάπου στην άσφαλτο! Αποδεσμευμένη από το παρελθόν της και με γραπωμένα πλέον τα όνειρα της… Σαν κάτι παλιό που τη ζωή πλέον την προσπέρασε στην εθνική οδό με 200, και ας χτύπαγε το κεφάλι της, δεν την πείραζε αρκεί να ζούσε τα πάντα, μόνο και μόνο για να μην νιώσει το πάγο εκείνης ξανά της μέρας….

Ο έρωτας ισούται με το γινόμενο της τρέλας και της λογικής…

Το γέλιο της, τον ξύπνησε. Κοίταξε το ανοιχτό παράθυρο, σκοτάδι με πρωταγωνιστή το φεγγάρι, λίγα αραιά σύννεφα. Κοίταξε δίπλα του, θέση κενή…

Προσπάθησε να ανακτήσει την ταχύτητα αναπνοής του, μα το κεφάλι του, έτοιμο να σπάσει, βυθισμένο σε πλάνη, σε μια χαώδη και ατελέσφορη πλάνη. Σηκώθηκε, προχώρησε στο σκοτεινό διαμέρισμα, οι κινήσεις του, γρήγορες, οι λέξεις μηδαμινές. Ποτήρι, βότκα, πάγος, ορισμένα δάκρυα που και που. Λίγη πυρίτιδα για να λάμψει η ζωή του. Το ποτήρι στα χέρια του, η φωνή της του τρυπά το μυαλό. – Αφού δεν θα την πιείς,, τι την βάζεις; Δάκρυα έκαναν διαδρομές στο παραμελημένο πρόσωπο του, τα μαλλιά του αλλόκοτα μάκραιναν, το μούσι γινόταν πυκνό… Κλείστηκε πάλι στο μικρό του, παράδεισο… Έβαλε cd και πάτησε το play. Οι πρώτες νότες του ορχηστρικού τραγουδιού έκαναν εμφάνιση. Κάθε νότα, μια μικρή λέξη, κάθε παύση, μια μικρή φράση, συγχορδίες- φάσματα ζωής! Η μουσική χαμηλώνει, υπαρκτές λέξεις, φαντασμάτων διδαχές, βγαίνουν από το στόμα του. Το ποτήρι σπάει, αίμα, σταγόνες βγαίνουν από το εσωτερικό της παλάμης.

Κλείνει τα μάτια του, προσπαθεί να θυμηθεί, θυμάται την εικόνα της, μάλλον από κάποιο παραμύθι βγαλμένο. –έτρεχε πέρα δώθε στο δάσος, το φουστάνι της λευκό, τα μαλλιά της ίσα καστανά. Στεφάνι αμυγδαλιάς τα στολίζει. Το δέρμα της ξανθό, τα χείλη της στο φυσικό χρώμα. Τα καφετιά φύλλα του φθινοπώρου χόρευαν μαζί της. Τη κοιτούσε, μα ο ήλιος τον τύφλωνε και την έχανε. Βρέθηκε δίπλα του κάποια στιγμή, ένιωσε το φιλί της, μα η γεύση του ήταν κάπως πικρή, στυφή. Άνοιξε τα μάτια του, είχε χαθεί…

Κούρνιασε σαν μικρό παιδί και αποτίναξε την λύπη του, στο πλέον δεμένο χέρι του, στο γκρι μελαγχολικό δωμάτιο της ατέλειωτης θεραπείας. Μα γιατί τον θεωρούν τρελό, απλά αγάπησε. Μα γιατί κανείς δεν τον πιστεύει ερωτεύτηκε…

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις