Ο έρωτας ισούται με το γινόμενο της τρέλας και της λογικής…

Θόρυβος ακούστηκε δυνατός, φωνές και ανταρσίες σε εκείνη την σύρραξη στο κλειστό δωμάτιο. Ένα μαχαίρι καρφώθηκε στο τραπέζι και όλοι σιώπησαν. Τα ποτήρια με το κόκκινο κρασί ακόμα ταλαντώνονταν όταν μια φωνή βαριά ακούστηκε από την άκρη του τραπεζιού. Σκοτάδι στην θωριά του, μόνο τα χέρια του φαίνονται, απερίγραπτα λευκά, σαν να ήταν χρόνια σε ασβέστη. ακούστηκε ένα τρίξιμο από την διπλανή πόρτα, δεν έδωσε κανείς τους σημασία, όλοι κοιτούσαν εκείνον. Στο μεγάλο παραλληλόγραμμο δρύινο τραπέζι πλέον ήταν δύο ανδρικές φιγούρες όρθιες, η μια φορούσε μαύρα και ήταν λουσμένη στο φως ενώ η άλλη ήταν ντυμένη στα λευκά αλλά γύρω της ελάχιστο φως. Το χέρι εκείνου που κρατούσε το καρφωμένο μαχαίρι στο τραπέζι, δεν έκανε ούτε ένα ελάχιστο βήμα πίσω μόλις είδε εκείνον να ανασηκώνεται από τον κόκκινο θρόνο του και ας τον τύφλωναν εκείνα τα παλιομοδίτικα λευκά ρούχα...

-θα σκότωνες ποτέ για να αποδείξεις ότι έχεις δίκιο; Φωνάζεις και λες τι; Είσαι μικρός για να μιλάς για πράγματα άλλων. Πες μου!- η φωνή βάρυνε ακόμα περισσότερο- έχεις αγαπήσει ποτέ κανέναν εκτός άπω τον μικρό εγωιστικό σου εαυτό. Τι νομίζεις πως είσαι πέρα απο ένα κάθαρμα, που δεν έχει νιώσει ποτέ τίποτα! κοιτάξου στον καθρέφτη επιτέλους και κοίτα τι είσαι! νομίζεις πως είσαι καλύτερος, ταχύτερος, εξυπνότερος από μας; ήδη τρομάζεις με αυτό που γίνεσαι, μα δεν είναι τίποτε άλλο απο αυτό που επέλεξες! άσε το μαχαίρι, αν θες να χτυπήσεις κάποιον μην κοιτάς εμάς, όμοιοι σου είμαστε! κοίτα εκεί. εκείνη σε έφερε εδώ, σε παράτησε και έφυγε. . . που είναι τώρα;;

Τα μάτια του γυάλιζαν, δεν καταλάβαινε ή δεν ήθελε να καταλάβει; δεν ένιωθε ή δεν ήθελε να νιώσει. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω το μαχαίρι, το δικό του μαχαίρι, στην πλάτη του πως βρέθηκε, αίμα απλώθηκε, και εγώ έμεινα με την απορία! Πόνεσε ? δεν μου απάντησε με κοιτούσε με αυτή την απορία. Ένα ουρλιαχτό, δικό μου; μα δεν μπόρεσα να το πνίξω μέσα μου, και άρχισα να τρέχω για να βγω απο τους δικούς του εφιάλτες... με μια μόνο ακόμα απορία, τα χέρια μου μάτωσαν απο το αίμα του, ή απο το δικό μου δάκρυ;

Σεντόνια διπλωμένα ανακατεμένα μαύρα με κόκκινα σε ένα διπλό ξύλινο κρεβάτι. Μέσα στο σκοτάδι από το χαλασμένο παράθυρο ίσα ίσα μια ακτίνα έδειχνε τα σημεία πάλης από την χθεσινοβραδινή νύχτα. Εκείνος ξαπλωμένος ανήσυχος ακόμα προσπαθεί να καταλάβει που είναι, να καταλάβει εκείνη που είναι. Ανασηκώθηκε, κοίταξε γύρω του, άρχιζε να φωνάζει το όνομα της... Ανήσυχος ακόμα περισσότερο έτρεξε από δωμάτιο σε δωμάτιο... Προσπαθεί να θυμηθεί, προσπαθεί να την βρει. Σαν χαμένος θησαυρός, σαν ένα ατέλειωτο εφιάλτη που συνεχίζεται και στην πραγματικότητα του χωρίς να σταματά στα πλαίσια του ονείρου. . . Έξω στο μπαλκόνι τι φως που είχε, βγήκε γκρεμισμένος ως εκεί. Ένα φωτισμένο χαμόγελο και ύστερα μια φωνή και εκείνος την κοιτάζει... Η κοπέλα τον κοιτά ενώ κρατά στα χέρια της εκείνο το παλιό ποτιστήρι. - ξύπνησες; θες καφέ;;

της έκανε νόημα πως δεν ήθελε κάτι και την αγκάλιασε και έτσι έτσι ξαφνικά ακούστηκε ξανά το φως να γελάει και ο εφιάλτης να αποτινάζεται από τις πλάτες του. . . είναι κάτι σαν δώρο που για το μέλλον μιλάει...

"Κοίταξα το πρόσωπο σου λίγο πριν την ανατολή, και έζησα για άλλη μια φορά το φόβο του ονείρου σου, να σε κατατρώει… Σαν ακτίνα θα ερχόμουν και θα το σκότωνα μα εσύ ήσουν πάντα ο δυνατός και εγώ κρατιόμουν από την δύναμη σου, αυτή… " Ε.Κ


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις