σταγόνες βροχής.

Σε ένα σκοτεινό δώματιο, μια κοπέλα γράφει στον υπολογιστή της. παίζει με ένα τσιγάρο στο χερι της, σαν να σκέφτεται αν θα το ανάψει ή όχι. Το αφήνει στο τασάκι και αρχίζει να γράφει πάλι σκόρπιες παραγράφους.

-Σε κοιτάω ώρα τώρα, σε παρακολουθώ. Κάθεσαι στην παρέα, ένας ανάμεσα σε πολλούς. Μιλούν, συζητούν, κάνουν πλάκες οι άλλοι. Εσύ στέκεσαι ατάραχος, πίνεις καφέ, μπορεί να καπνίζεις, μπορεί και όχι . δεν διακρίνω καλά. Κάποιος σε ρωτάει τη γνώμη σου, εσύ τον κοιτάς ρίχνωντας τα γυαλιά του ηλίου προς τα κάτω, κάνεις κάποιο μορφασμό. Αλλά στην ουσία είσαι ατάραχος.

- σε κοιτούσα όταν μπήκες στο μαγαζί. Βρήκες την παρέα σου και έκατσες. Σχεδόν αήχα χαιρέτησες. καθόσουν στο παράθυρο, που και που χάζευες τη βροχή προς τα έξω. αρκετά κοινότυπο. ζήτησες να σου φέρουν μπύρα. Μα μπύρα, χειμωνιάτικα. Τσουγκρίζεις με τις υπόλοιπες φίλες, γνωστές δεν ξέρω και εγώ τι ήταν. κάτι σου λένε και γελάς, και το γελιο σου είναι αρκετά δυνατότερο απο το ξεψυχισμένο γεια που είχες πει στην αρχή. Αυτό που σου είπαν, σε τρόμαξε, λες και είδες φάντασμα.

"Άναψες τσιγάρο. Νομίζα στην αρχή ότι είχες την αίσθηση ότι θα σου κάνει κάποιος παρατήρηση. Μετά κατάλαβα ότι δεν θα δεχόσουν την κάθε παρατήρηση. Πόσες σκέψεις μπορείς να χωρέσεις μέσα σε ένα τσιγάρο, πόσα γιατί; πόσα πότε; πόσα αν; Κοιτάς γύρω σου, λες και κρατάς απουσιολόγιο ποιος ήρθε, ποιός όχι. Ξαφνικά ανασηκώνεσαι απο την καρέκλα σου, βάζεις τα χέρια σου στη τσέπες του παλτού κι βγαίνεις έξω. μπορεί να βαρέθηκες. οι υπόλοιποι δεν σε ακολουθούν. πίστευα πως θα ξαναρθεις. μετά απο λίγο έφυγα"

" καθόσουν σκεπτική. πόσα όνειρα χώρεσες μέσα στις σταγόνες της βροχής. Η παρέα σου σε σκουντάει και εσύ επανέρχεσαι με΄ενα χαμόγελο, δεν σε ρώτησαν τι; γιατί και πως. Δειλά ανάβεις τσιγαρο, φυσας τον καπνό ήρεμα και βγάζεις απο την τσάντα σου την ατζέντα σου κάτι σημειώνεις και μετά πάλι στη θέση της. Η μπύρα σου τέλειωσε αλλά δεν παραγγέλνεις άλλη, αντίθετα πίνεις νερό, και βγάζεις τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα ακουμπας στο τραπέζι  και περιμένεις να πληρώσεις, εγώ όμως κουράστηκα θα φύγω."

Εκείνος έφυγε με τα πόδια κρατώντας μια μαύρη ομπρέλα ανοιχτή για να μην βρέχεται και εκείνη έφυγε με το αυτοκίνητο, σιχαινόταν να περπατάει στη βροχή. 

- τι γράφεις τόση ώρα; την ρώτησε ενώ μπήκε στο σκοτεινό γραφείο.
- δεν ξέρω, δεν έχω αποφασίσει ακόμα.  κάποιο προσχέδιο ίσως.
- αποφάσισε όμως. θα το γράψεις ή θα μείνει στο προσχέδιο και αυτό;
- θα το γράψω. μπορει και να μην μείνει στα προσχέδια.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις